- αλματικός
- -ή, -ό [άλμα]ο αλματώδης*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλματικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται με άλμα, πηδηχτός: Μερικών ζώων το βάδισμα είναι αλματικό. 2. γοργός, ταχύς: Τα τελευταία χρόνια έγινε στη χώρα αλματική πρόοδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek
αλματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αλματικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)